- περιδρύπτω
- Α1. ξεφλουδίζω, αφαιρώ ολόγυρα τον φλοιό2. καταξεσχίζω γύρω γύρω («ἐκ δίφροιο παρὰ τροχὸν ἐξεκυλίσθη, ἀγκῶνάς τε περιδρύφθη», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + δρύπτω «ξεσχίζω, ξεφλουδίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιδρυπτόμενος — περιδρύπτω tear all round pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδρύπτεται — περιδρύπτω tear all round pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδρύφθη — περιδρύπτω tear all round aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδρύφθησαν — περιδρύπτω tear all round aor ind pass 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδρύψῃς — περιδρύπτω tear all round aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεδρύφθη — περϊεδρύφθη , περιδρύπτω tear all round aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεδρύφθησαν — περϊεδρύφθησαν , περιδρύπτω tear all round aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)